тысяча — укр. тисяча, др. русск. тысяча (Лаврентьевск., Ипатьевск. летоп.), русск. цслав. тысѫща, тысѧща, ст. слав. тысѩшти χίλιοι (Супр.), тысѫшти (Супр., Остром.; см. Дильс, Aksl. Gr. 218), болг. тисеща (стар., Младенов 684), сербохорв. диал. ти̏суħа,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
σωρός — ο, ΝΜΑ 1. σύνολο από πράγματα συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο, το ένα επάνω στο άλλο χωρίς τακτοποίηση (α. «σωρός χώματος» β. «οὕτως ἐν ὀλίγῳ πολλοὶ ἔπεσαν ὥστε εἰθισμένοι ὁρᾱν οἱ ἄνθρωποι σωροὺς σίτου, ξύλων, λίθων, τότε ἐθεάσαντο σωροὺς νεκρῶν»,… … Dictionary of Greek
σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
ταΰσας — Α (κατά τον Ησύχ.) «μεγαλύνας, πλεονάσας». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταΰς «μέγας, πολύς», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ταΰζω] … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο … Dictionary of Greek
tēu-, tǝu-, teu̯ǝ-, tu̯ō-, tū̆ - — tēu , tǝu , teu̯ǝ , tu̯ō , tū̆ English meaning: to swell; crowd, folk; fat; strong; boil, abscess Deutsche Übersetzung: ‘schwellen” Note: extended with bh, g, k, l, m, n, r, s, t Material: O.Ind. tavīti “is strong, hat Macht” … Proto-Indo-European etymological dictionary